- κυαμιαίος
- κυαμιαῑος, -αία, -ον (Α)αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.)[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποταμ-ιαῖος, στιγμ-ιαῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.